- σχισμάτων
- σχίσμαcleftneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένωση — η (AM ἕνωσις) η ενέργεια τού ενώνω, η σύνδεση ή συγχώνευση τμημάτων σε ένα, σύζευξη νεοελλ. 1. συνεργασία («η ισχύς εν τη ενώσει») 2. οργάνωση συνεργασίας προσώπων, σωματείων, επιχειρήσεων, κρατών («ένωση υπαλλήλων», «Ένωση Σοβιετικών… … Dictionary of Greek
Γκρινιάρ, Βικτόρ — (Victor Grignard, Χερβούργο 1871 – Λιόν 1935). Γάλλος χημικός. Υπήρξε μαθητής του Μπαρμπιέ, ενώ αργότερα αναγορεύτηκε καθηγητής της οργανικής xημείας στο πανεπιστήμιο της Λιόν. Το 1912 μοιράστηκε με τον Σαμπατιέ το βραβείο Νόμπελ χημείας. Ο Γ.… … Dictionary of Greek
ισμαηλίτες — Θρησκευτικό κίνημα, μία από τις σπουδαιότερες υποδιαιρέσεις του λεγόμενου εξτρεμιστικού σιιτισμού. Ο εξτρεμισμός βασίζεται στην ιδιαίτερη υπογράμμιση του χαρακτήρα ιερότητας που αποδίδεται στους ηγέτες της κοινότητας (ιμάμηδες), οι οποίοι… … Dictionary of Greek